- κερδαντέος
- κερδαντέος, -α, -ον (Α) [κερδαίνω]αυτός που πρέπει να κερδίζεται, να χρησιμοποιείται επωφελώς, επικερδώς («κερδαντέον τὸ παρόν» — πρέπει να χρησιμοποιούμε επωφελώς το παρόν, Μάρκ. Αντ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερδαντέον — κερδαντέος to be used profitably masc acc sg κερδαντέος to be used profitably neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)